-
1 ἀπο-δρύπτω
ἀπο-δρύπτω, oder ἀπο-δρύφω, abkratzen, zerfleischen, ἀποδρύφοι Il. 23, 187. 24, 21; μὴ – ἀποδρύψωσι πάντα Od. 17, 480; πρὸς πέτρῃσιῥ, νοὶ ἀπέδρυφϑεν 5, 435; μὴ σάρκας ἀποδρύψῃ ὀνύχεσσι Theocr. 25, 267; ἀποδρυφϑῇ Agath. 71 (XI, 365). – Med., abmagern, ἀποδρύπτεσϑαι Alciphr. 3, 51.
-
2 ἀποδρύφω
ἀπο - δρύφω, aor. ἀπέδρυψε, subj. ἀποδρύψωσι, aor. pass. 3 pl. ἀπέδρυφθεν: tear off, strip off; πρὸς πέτρῃσιν ἀπὸ χειρῶν ῥῖνοὶ ἀπέδρυφθεν, Od. 5.435; ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων, ‘tear him,’ i. e. abrade the skin, Il. 23.187, Il. 24.21.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποδρύφω
-
3 ἀποδρύπτω
ἀπο-δρύπτω, od. ἀπο-δρύφω, abkratzen, zerfleischen; abmagern
См. также в других словарях:
δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek